αναβάσιμος

αναβάσιμος
ος , ον доступный для подъёма, восхождения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναβάσιμος" в других словарях:

  • αναβάσιμος — η, ο [ανάβαση] αυτός επάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς …   Dictionary of Greek

  • αναβάσιμος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ανεβεί: Το βουνό είναι αναβάσιμο από όλες τις μεριές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»